- ρεμπελεύω
- Ν [ρέμπελος]1. είμαι αργόσχολος, τεμπελιάζω2. αλητεύω3. γίνομαι ρέμπελος, επαναστατώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ρεμπελεύω — εψα, είμαι ή γίνομαι ρέμπελος, αργόσχολος, ανυπόταχτος: Ο γιος του, αντίνα σπουδάζει, ρεμπέλευε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρεμπέλεμα — το, Ν [ρεμπελεύω] 1. τεμπελιά, απραξία 2. άσκοπο τριγύρισμα, αλητεία 3. ανταρσία … Dictionary of Greek
ρεμπελιό — το, Ν 1. εξέγερση εναντίον μια αρχής, ανταρσία (α. «το ρεμπελιό τών ποπολάρων» λαϊκή εξέγερση τών κατοίκων τής Ζακύνθου κατά τών ευγενών το 1628 β. «το ρεμπελιό τής Σμύρνης» σφαγή που διενεργήθηκε το 1797 στη Σμύρνη από τους γενίτσαρους) 2.… … Dictionary of Greek